- στίγμα
- στίγμαtattoo-markneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στιγμά — στιγμά̱ , στιγμή spot fem nom/voc/acc dual στιγμά̱ , στιγμή spot fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίγμα — Όρος που προέρχεται από το ρήμα στίζω, που σημαίνει σημαδεύω με μυτερό ή με καυτό εργαλείο την περιουσία μου. Σ. λέγεται το σημάδι που μένει από το κέντημα μυτερού εργαλείου, αλλά και ο λεκές, η βούλα ή η φακίδα ή και το σημάδι που εμφανίζεται… … Dictionary of Greek
στίγμα — το 1. σημάδι που απομένει στο δέρμα από καυτηρίαση ή κέντηση. 2. κηλίδα, λεκές: Πάνω στην επιφάνειά του έχει μερικά μελανά στίγματα. 3. ηθική κηλίδα, όνειδος: Αποτελεί στίγμα για την οικογένειά του. 4. σημείο γραφής. 5. γεωγραφικό μήκος και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κηλίδα — Στίγμα, λεκές· μεταφορικά η λέξη σημαίνει την ατιμία ή το ηθικό στίγμα. (Αστρον.) Διάφορες περιοχές του Ήλιου, των πλανητών και των δορυφόρων, που είναι λιγότερο ανακλαστικές στο φως (ή, στην περίπτωση του Ήλιου, έχουν χαμηλότερη θερμοκρασία) και … Dictionary of Greek
στιγμάν — στιγμά̱ν , στιγμή spot fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιγμάς — στιγμά̱ς , στιγμή spot fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιγμάτων — στίγμα tattoo mark neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίγμασι — στίγμα tattoo mark neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίγμασιν — στίγμα tattoo mark neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίγματα — στίγμα tattoo mark neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)